- αλλομετρία
- Όρος της βιολογίας που χρησιμοποιείται για τον ορισμό της ανάπτυξης των ζώων ή των φυτών κατά την οποία οι διαστάσεις ενός οργάνου μεταβάλλονται, άλλοτε γρηγορότερα και άλλοτε με βραδύτερο ρυθμό από το υπόλοιπο σώμα. Οι όροι ετερογονία και δυσαρμονία για τον ορισμό της όχι αρμονικής ανάπτυξης έχουν αντικατασταθεί με τον όρο α., που επικράτησε σε πολλούς τομείς της βιολογίας.
Dictionary of Greek. 2013.