αλλομετρία

αλλομετρία
Όρος της βιολογίας που χρησιμοποιείται για τον ορισμό της ανάπτυξης των ζώων ή των φυτών κατά την οποία οι διαστάσεις ενός οργάνου μεταβάλλονται, άλλοτε γρηγορότερα και άλλοτε με βραδύτερο ρυθμό από το υπόλοιπο σώμα. Οι όροι ετερογονία και δυσαρμονία για τον ορισμό της όχι αρμονικής ανάπτυξης έχουν αντικατασταθεί με τον όρο α., που επικράτησε σε πολλούς τομείς της βιολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ετερογονία — η 1. ετερογένεση 2. διαφορετική ανάπτυξη τμημάτων τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ανάπτυξής τους, αλλομετρία 3. φρ. «ετερογονία τών σκοπών» νόμος τών ψυχικών φαινομένων κατά τον οποίο μια αιτία παράγει αποτέλεσμα διαφορετικό από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”